- στυπτικότητα
- ητο να είναι κάτι στυπτικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στυπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυπτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. στυπτικότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] … Dictionary of Greek
στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… … Dictionary of Greek